- θανάτωση
- ησκότωμα, φόνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θανάτωση — η (AM θανάτωσις) [θανατώνω] το να θανατωθεί κάποιος, η αφαίρεση ζωής, ο φόνος («καταδίκαι καί θανατώσεις πολιτών», Πλούτ.) νεοελλ. η εκτέλεση τής θανατικής ποινής … Dictionary of Greek
θανατώση — θανάτωσις putting to death fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατώσῃ — θανατώσηι , θανάτωσις putting to death fem dat sg (epic) θανατάω desire to die pres part act fem dat sg (attic epic ionic) θανατόω put to death aor subj mid 2nd sg θανατόω put to death aor subj act 3rd sg θανατόω put to death fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατώσηι — θανάτωσις putting to death fem dat sg (epic) θανατώσῃ , θανατάω desire to die pres part act fem dat sg (attic epic ionic) θανατώσῃ , θανατόω put to death aor subj mid 2nd sg θανατώσῃ , θανατόω put to death aor subj act 3rd sg θανατώσῃ , θανατόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
γονοκτονία — η (Α γονοκτονία) νεοελλ. η θανάτωση τών παιδιών αρχ. η θανάτωση τών γονιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνος + κτονία < κτόνος < κτείνω] … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
κώνειο — (Conium). Γένος διετών, δηλητηριωδών φυτών της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Ο πιο γνωστός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Conium maculatum, ιθαγενές της Ευρώπης. Πρόκειται για πόα με λείο και κοίλο βλαστό, ύψους έως 3 μ., με πράσινο χρώμα… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ηρακλείδες — I Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν απόγονοι του Ηρακλή. Σύμφωνα με τη δωρική παράδοση, οι Η. κυρίευσαν και αποίκισαν την Πελοπόννησο. Μετά τον θάνατο όμως του Ηρακλή, διώχθηκαν από τον Ευρυσθέα και κατέφυγαν αρχικά στον βασιλιά της Τραχίνας, Κήυκο, και… … Dictionary of Greek